ὑπερορῶ — ὑ̱περορῶ , ὑπεροράω look over imperf ind mp 2nd sg ὑπεροράω look over pres imperat mp 2nd sg ὑπεροράω look over pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ὑπεροράω look over pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ὑπεροράω look over pres subj act 1st … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
υπέροψις — όψεως, ἡ, Α υπεροψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑπεροψ τού ὑπερορῶ «παραβλέπω» (πρβλ. μέλλ. ὑπερόψ ομαι) + κατάλ. ις] … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
υπερβλέπω — Α (κατά τον Φώτ.) «ὑπερορώ» … Dictionary of Greek
υπεροπτεύω — Α [ὑπερόπτης / ὑπέροπτος] ὑπερορῶ* … Dictionary of Greek
υπερορατικός — ή, όν, Α [ὑπερορῶ] υπεροπτικός … Dictionary of Greek
υπερόρασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπερορῶ] καταφρόνηση, περιφρόνηση … Dictionary of Greek